ταχύμορος

ταχύμορος
τᾰχῠ-μορος, ον,
A quickly dying, short-lived,

κλέος A.Ag.486

(lyr.): also [suff] τᾰχῠ-μόριος, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.264 (Phrygia, iii A.D.): and [suff] τᾰχῠ-μοιρος, Epigr.Gr.365 ([place name] Cotiaeum), 367 (ibid.), Supp.Epigr.6.159.17 (Phrygia, iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύμορον — ταχύμορος quickly dying masc/fem acc sg ταχύμορος quickly dying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύμοροι — ταχύμορος quickly dying masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυμόριος — ον, Α [ταχύμορος] ταχύμορος· …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

  • ταχύμοιρος — ον, Α ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ὀλβιό μοιρος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύποτμος — ον, ΜΑ ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πότμος «τύχη, περιπέτεια» (πρβλ. κακό ποτμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”